προτομαφόρος

προτομαφόρος
προτομᾱφόρος, [full] ο, (cf. sq. 3) = Lat.
A imaginifer, BGU241.3 (ii A.D.); also [full] προτομοφόρος, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προτομαφόρος — και προτομοφόρος, ὁ, Α αυτός που φέρει προτομή ή εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προτομή + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”